-
1 оптовый
оптовый χοντρικός· \оптовыйая торговля το χοντρικό εμπόριο; \оптовыйые цены οι τιμές χοντρικής πώλησης* * *опто́вая торго́вля — το χοντρικό εμπόριο
опто́вые це́ны — οι τιμές χοντρικής πώλησης
См. также в других словарях:
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek